λεϊσμανίασις

λεϊσμανίασις
η мед. кала-азар, лейшманиоз

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λεϊσμανίασις" в других словарях:

  • Αραβαντινός, Αναστάσιος — (Αθήνα 1874 – 1948).Γιατρός. Σπούδασε στην Αθήνα και έπειτα στο Βερολίνο και το Γκέτινγκεν· το 1918 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ειδικής νοσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσίευσε πλήθος από άρθρα και διατριβές σε ελληνικά και ξένα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»